Στον γεωργικό τομέα που είναι και το αντικείμενο της εργασίας μας, οι ιδιωτικοποιήσεις που έχουν εφαρμόσει οι κυβερνήσεις το προηγούμενο διάστημα μας έφεραν στη άσχημη θέση να παρακολουθούμε τον ιδιώτη να διακόπτει την πρόσβαση του Δημοσίου στην βασική ηλεκτρονική εφαρμογή του ΟΣΔΕ, στο Υπουργείο και τον ΟΠΕΚΕΠΕ, και την κυβέρνηση να σέρνεται και να παζαρεύει μαζί του, υπό τους δικούς του όρους και με αδιαφανείς διαδικασίες ώστε να μην μπλοκαριστούν βασικές λειτουργίες που εξυπηρετούν τον Έλληνα αγρότη.
Η δημιουργία κρατικοδίαιτων ιδιωτών δεν είναι η απάντηση σε κανένα πρόβλημα. Η αποτυχία μεταφοράς της εργασίας των δημοσίων κτηνιατρείων στους ιδιώτες κτηνιάτρους, που δεν την αποδέχθηκαν γιατί την βρήκαν ασύμφορη, δείχνει ότι ο αγροτικός πληθυσμός και η αγροτική ανάπτυξη χρειάζεται τους δημόσιους φορείς παροχής υπηρεσιών και ελέγχου. Η πολιτική της κυβέρνησης και της ηγεσίας του ΥΠΑΑΤ που πριμοδοτεί ιδιώτες και προχωρεί σε ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων λειτουργιών που αφορούν τον αγροτικό τομέα δημιουργεί προβλήματα που σίγουρα θα πληρώσουμε ακριβά.
Από το 2019 έχει τεθεί σε ισχύ και το 2022 θα μπει σε πλήρη εφαρμογή ένας νέος κανονισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο οποίος αφορά τα προϊόντα λίπανσης, στα οποία περιλαμβάνονται τα λιπάσματα, τα εδαφοβελτιωτικά, οι βιοδιεγέρτες, οι αναστολείς και τα υποστρώματα ανάπτυξης των καλλιεργειών, ενώ πρόσφατα εκδόθηκαν από το ΥΠΑΑΤ και εφαρμοστικές διατάξεις του. Παρόλο που...
την πρωτοβουλία της εφαρμογής την έχουν οι Βρυξέλλες, η Κυβέρνηση έχει σαφώς την πολιτική ευθύνη της απόλυτης συμφωνίας, υποταγής και ευθυγράμμισης με την εφαρμογή τέτοιου είδους πολιτικών.Ο νέος κανονισμός αντικαθιστά δημόσιες λειτουργίες με παραχώρησή τους σε ιδιώτες, δημιουργώντας ερωτηματικά τι θα συμβεί αν προκύψει κάποιος παράγοντας κοινωνικής επικινδυνότητας, όπως γίνεται σήμερα στον τομέα της υγείας και κατά καιρούς πολλές φορές έχει συμβεί στον τομέα ασφάλειας των τροφίμων. Η αντικατάσταση των ελέγχων με πιστοποιητές και πιστοποιούμενους δεν απέτρεψε αλλά διευκόλυνε τα διατροφικά σκάνδαλα τα προηγούμενα χρόνια.
Ο κανονισμός είναι δομημένος πάνω στο πλαίσιο του καθεστώτος εναρμόνισης ή αλλιώς της σήμανσης CE, το οποίο εφαρμόζεται και σε άλλες κατηγορίες προϊόντων που κυκλοφορούν στην αγορά. Το πλαίσιο αυτό προβλέπει ότι ο παρασκευαστής των προϊόντων είναι εξαρχής ο ίδιος υπεύθυνος για το ότι τα προϊόντα που παρασκευάζει και διαθέτει στην αγορά, καλύπτουν τις τεχνικές απαιτήσεις που προβλέπει ο Κανονισμός για αυτά. Η σήμανση CE δεν αποτελεί μια σήμανση ειδικής ποιότητας, όπως λανθασμένα πολλές φορές γίνεται αντιληπτό, αλλά αποτελεί απλώς μια οπτική απεικόνιση στα προϊόντα, η οποία σηματοδοτεί ότι αυτά καλύπτουν συγκεκριμένες προδιαγραφές που έχουν τεθεί από τον Κανονισμό.
Όμως για ορισμένες κατηγορίες προϊόντων λίπανσης, όπως είναι τα λιπάσματα που περιέχουν εκρηκτικές ουσίες (π.χ νιτρικό αμμώνιο), οι βιοδιεγέρτες ή για παράδειγμά όταν χρησιμοποιούνται ζωικά υποπροϊόντα ή κομπόστ καθώς και σε άλλες περιπτώσεις, απαιτείται να γίνει αξιολόγηση της συμμόρφωσης των προϊόντων λίπανσης με τον κανονισμό από κάποιον τρίτον (πέρα δηλαδή από τον παρασκευαστή), βάσει της οποίας να προκύπτει ότι το προϊόν μπορεί να παρασκευάζεται, καλύπτοντας τις απαιτήσεις που προβλέπονται από τον Κανονισμό.
Εδώ βεβαίως έρχεται το καίριο ερώτημα: ποιός θα είναι αυτός ο τρίτος που θα υλοποιήσει τις αξιολογήσεις αυτές; Οι επιχειρήσεις παραγωγής προϊόντων λίπανσης θα είναι υποχρεωμένες να απευθυνθούν σε νομικό πρόσωπο, δηλαδή ιδιωτικές εταιρείες ή σε νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα. Πως όμως τα νομικά πρόσωπα θα λάβουν το χρίσμα ότι είναι ικανά να υλοποιούν τις προβλεπόμενες αξιολογήσεις; Εδώ έρχεται το Εθνικό Σύστημα Διαπίστευσης (ΕΣΥΔ) με τους εξωτερικούς του συνεργάτες (οι οποίοι μπορούν να προέρχονται από τον ιδιωτικό αλλά και τον δημόσιο τομέα) και όλο το σύστημα θα λειτουργεί επ’ αμοιβή βεβαίως. To EΣΥΔ θεσμικά είναι ΝΠΙΔ, μη κερδοσκοπικός αλλά αμειβόμενος οργανισμός, όπως αμειβόμενο είναι και όλο το δίκτυο λειτουργίας του με τους εξωτερικούς του συνεργάτες.
Ακόμα και αν ένα νομικό πρόσωπο του δημοσίου τομέα διαθέτει την υποδομή και εκφράσει την βούληση να λειτουργήσει ως αξιολογητής των προϊόντων λίπανσης, θα πρέπει να αποταθεί στο ΕΣΥΔ, να το πληρώσει και να αξιολογηθεί, ακόμα και από ιδιώτες, προκειμένου να λάβει την διαπίστευση ότι μπορεί να προβεί σε εργασίες αξιολόγησης. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η διαπίστευση δεν γίνεται μια φορά με καθολική εφαρμογή για όλα τα προϊόντα λίπανσης, αλλά ξεχωριστή, ανάλογα με την ιδιαίτερη κατηγορία προϊόντων και σύμφωνα με τις ξεχωριστές απαιτήσεις της κατηγορίας.
Οι επιχειρήσεις βεβαίως θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν από την σχετική αγορά που θα στηθεί για το ποιος θα τους κάνει τη δουλειά της αξιολόγησης τους με τον πλέον οικονομικό και εύκολο τρόπο βεβαίως.
Ποιος είναι όμως ο ρόλος του Δημοσίου και συγκεκριμένα του ΥΠΑΑΤ μέσα σε όλα αυτά; Θα αποτελεί τον κεντρικό διοικητικό διεκπεραιωτή εγκρίνοντας τους προηγουμένως διαπιστευμένους από το ΕΣΥΔ οργανισμούς αξιολόγησης και ενημερώνοντας την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με αυτούς.
Ακόμα πιο ενδιαφέρον έχουν τα κριτήρια αναφοράς με βάση τα οποία τεκμαίρεται η τεχνική επάρκεια για τα προϊόντα λίπανσης αλλά και για τους οργανισμούς αξιολόγησης, που θέτει ο κανονισμός. Εδώ μιλάμε για την απόλυτη και καθολική κυριαρχία των εναρμονισμένων προτύπων. Αυτά αφορούν τόσο μεθοδολογίες αναφοράς για τον προβλεπόμενο έλεγχο παραμέτρων των προϊόντων λίπανσης (των τεχνικών δοκιμών τους δηλαδή) αλλά ακόμα και συνολικά των προϊόντων αυτών καθαυτών. Τα εναρμονισμένα πρότυπα δημοσιεύονται με μια κωδική ονομασία στην επίσημη εφημερίδα της ΕΕ, δημιουργούνται από φορείς της αγοράς (ιδιώτες δηλαδή) και η διάθεσης τους στον κάθε ενδιαφερόμενο που θέλει να τα χρησιμοποιήσει γίνεται φυσικά επ’ αμοιβή.
Δηλαδή ο κανονισμός, για την πλειοψηφία των υπό έλεγχο παραμέτρων, δεν περιλαμβάνει επακριβώς τις τεχνικές διαδικασίες των δοκιμών ως αναφορά για τον έλεγχο των προϊόντων αλλά και των οργανισμών αξιολόγησης, παρά παραπέμπει στη χρήση των εναρμονισμένων προτύπων.
Όλα βέβαια είναι καλυμμένα υπό το πέπλο της ελευθερίας επιλογών:
§ ενώ οι βασικές διατάξεις για τη σήμανση CE θέτουν προαιρετικότητα για την εφαρμογή της διαπίστευσης, στον κανονισμό η χρήση της γίνεται αριστοτεχνικά υποχρεωτική
§ επίσης, ενώ η χρήση των εναρμονισμένων αυτών προτύπων είναι και αυτή προαιρετική, δεδομένου ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό η χρήση τους αποτελεί τεκμήριο συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του κανονισμού, ουσιαστικά η χρήση τους γίνεται απόλυτη, κυρίαρχη και υποχρεωτική
§ ενώ η κρατική δομή που διαχειρίζεται όλο το σύστημα (το ΥΠΑΑΤ δηλαδή) για τα προϊόντα λίπανσης θα μπορούσε να αξιολογεί και να παρακολουθεί τους οργανισμούς αξιολόγησης, η εκ των προτέρων υποχρεωτικότητα της διαπίστευσης σε συνδυασμό με τις αποδιοργανωμένες υπηρεσίες, καθιστά το ΕΣΥΔ ως κεντρικό παράγοντα του όλου συστήματος.
Με όλες τις παραπάνω διαδικασίες στήνεται λοιπόν ένα ολόκληρο σύστημα το οποίο αντικαθιστά δημόσιες λειτουργίες με αποτέλεσμα την περαιτέρω απαξίωση των συναδέλφων αφήνοντας ερωτήματα για τι θα γίνει εάν προκύψει κάποιος παράγοντας κοινωνικής επικινδυνότητας.
Η παραχώρηση αντικειμένων εργασίας από το Δημόσιο στους Ιδιώτες σε βασικούς τομείς ελέγχου της ασφάλειας των τροφίμων, του περιβάλλοντος και του εισοδήματος των παραγωγών μέσω διαπίστευσης, μειώνει τον δημόσιο έλεγχο και επιτρέπει ελεγκτές και ελεγχόμενοι να εκπροσωπούν τα ίδια ιδιωτικά συμφέροντα.
Ο Δημόσιος έλεγχος είναι υποχρέωση προς την κοινωνία τον οποίο δεν θα χαρίσουμε αλλά θα υπερασπίσουμε.
ΑΚΙΓΔΥ – Συσπειρώσεις 15-2-2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου